πρωτόκουρος

πρωτόκουρος
πρωτόκουρος
first cut
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρωτόκουρος — ον, Α (για το τριφύλλι) αυτός που κόπηκε για πρώτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + κουρος (< κουρά), πρβλ. ψιλό κουρος] …   Dictionary of Greek

  • κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοκουρία — ἡ, Α [πρωτόκουρος] έριο που προέρχεται από την πρώτη κούρα …   Dictionary of Greek

  • πρωτότμητος — ον, Α πρωτόκουρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + τμητός (< θ. τμη τού τέμνω*), πρβλ. νεό τμητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”